- φοβερώς
- φοβερῶς, ΝΜΑ, και φοβερά Νβλ. φοβερός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φοβερῶς — φοβερός fearful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοβερός — ή, ό / φοβερός, ά, όν, ΝΜΑ (με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί φόβο, τρομακτικός (α. «πικρή ναι η φοβερώτατη / τού κόσμου ανεμοζάλη», Σολωμ. β. «χρηστήρια φοβερὰ καὶ ἐς δεῖμα βαλόντα», Ηρόδ.) νεοελλ. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικτός,… … Dictionary of Greek